- αμάρμαρος, -η
- -ο αυτός που δεν έχει μάρμαρο (κυρίως για τάφους): Ο τάφος, αμάρμαρος, κόντευε να μη διακρίνεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.